- χοροκιθαρίζω
- χοροκῐθᾰρ-ίζω,A play the cithara to a chorus, Macr.Exc. p.600 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροκιθαρίζω — Α παίζω κιθάρα για τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κιθαρίζω (< κιθάρα)] … Dictionary of Greek
χοροκιθαριστής — ὁ, Α [χοροκιθαρίζω] ερμηνευτής που παίζει κιθάρα για τον χορό … Dictionary of Greek